- δευτέρᾳ
- δευτέρᾱͅ , δεύτεροςsecondfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτέρα — δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc/acc dual δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
δευτέρα — η βλ. δεύτερος … Dictionary of Greek
δεύτερα — επίρρ. βλ. δεύτερος … Dictionary of Greek
Δευτέρα — η η επόμενη μέρα της εβδομάδας μετά την Κυριακή: Δε συμπαθώ τα πρωινά της Δευτέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεύτερα — δεύτερος second neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερᾳ — δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔξις δευτέρα φύσις. — ἔξις δευτέρα φύσις. См. Привычка вторая натура … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιουστινιανή Δευτέρα — Βυζαντινή ονομασία της βουλγαρικής πόλης Κιουστεντίλ. Iουστινιανή Πρώτη ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη λίμνη της Αχρίδας … Dictionary of Greek
Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι … Dictionary of Greek